- εισμοπαθής
- -ές, Νσεισμόπληκτος («έγινε έρανος για τους σεισμοπαθείς τής Καλαμάτας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + -παθής (< πάθος < πάσχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Χρόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.